περισφηκώ

περισφηκώ
-όω, Α
1. περιδένω, περισφιγγω ὁπως όταν περιδένει κανείς το στόμιο δοχείου, στουπώνω
2. παθ. περισφηκοῡμαι, -όομαι
α) περισφίγγομαι, περιδένομαι σφιχτά
β) περιβάλλομαι με μεταλλική επένδυση για ενίσχυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σφηκῶ «περισφίγγω, περιδένω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”